- εργαλειοστάσιο(ν)
- το , εργαλειοστάτης ο сарай, кладовка для инструментов и т. п.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εργαλειοστάσιο — το χώρος όπου φυλάσσονται τα εργαλεία μετά το τέλος τής εργασίας … Dictionary of Greek
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
εργαλειοστάτης — ο εργαλειοστάσιο … Dictionary of Greek